- θυσανωτά
- θυσανωτόςneut nom/voc/acc plθυσανωτά̱ , θυσανωτόςfem nom/voc/acc dualθυσανωτά̱ , θυσανωτόςfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυσανωτάς — θυσανωτά̱ς , θυσανωτός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπλήνα — (Ανατ.). Ενδοκοιλιακό όργανο του αιμοποιητικού συστήματος, που βρίσκεται στο πλάγιο μέρος του αριστερού υποχονδρίου, αμέσως κάτω από το διάφραγμα. Έχει σχήμα ωοειδές πεπλατυσμένο, χρώμα κόκκινο σκούρο και βάρος από 100 έως 200 γρ. στον ενήλικα.… … Dictionary of Greek
θωρακικά — (thorαcicα). Τάξη θαλασσινών θυσανόποδων καρκινοειδών. Περιλαμβάνει ζώα που έχουν χάσει την ικανότητα να κολυμπούν και ζουν κολλημένα σε σκληρές επιφάνειες, πάνω σε βράχους, στις αποβάθρες, στα συντρίμμια ναυαγίων, στους εξωσκελετούς άλλων… … Dictionary of Greek